αματαιότης

αματαιότης
ἀματαιότης (-ητος), η (Α) [ματαιότης]
έλλειψη ματαιότητας
κατά τους Στωικούς «ἕξις ἀναφέρουσα τὰς φαντασίας ἐπί τόν ορθόν λόγον».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀματαιότητα — ἀματαιότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”